- σκόρπισις
- σκόρπισιςreduction to powderfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκόρπισις — ίσεως, ἡ, Α [σκορπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη … Dictionary of Greek
σκορπίσει — σκόρπισις reduction to powder fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκορπίσεϊ , σκόρπισις reduction to powder fem dat sg (epic) σκόρπισις reduction to powder fem dat sg (attic ionic) σκορπίζω scatter aor subj act 3rd sg (epic) σκορπίζω scatter fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίσεις — σκόρπισις reduction to powder fem nom/voc pl (attic epic) σκόρπισις reduction to powder fem nom/acc pl (attic) σκορπίζω scatter aor subj act 2nd sg (epic) σκορπίζω scatter fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρπισιν — σκόρπισις reduction to powder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek
σκορπίσῃ — σκορπίσηι , σκόρπισις reduction to powder fem dat sg (epic) σκορπίζω scatter aor subj mid 2nd sg σκορπίζω scatter aor subj act 3rd sg σκορπίζω scatter fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)